- ῥαιστότυπος
- ῥαιστότῠπος, ον,A struck with the hammer,
ἄκμονες Man.1.289
, 4.124.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄκμονες Man.1.289
, 4.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραιστότυπος — ον, Α αυτός που χτυπιέται με τη σφύρα, που σφυρηλατείται («ἄκμονες ῥαιστότυποι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ῥαιστός (< ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω», πρβλ. τα συνθ. σε ραιστος) + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. πρωτό τυπος] … Dictionary of Greek
ῥαιστοτύποις — ῥαιστότυπος struck with the hammer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)